ανακρίβεια
[anaˈkrivia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ungenauigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανακρίβεια έλλειψη ακρίβειαςανακρίβεια έλλειψη ακρίβειας
Thank you for your feedback!