ανακοπή
[anakoˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mανακοπή νομικός όρος | Rechtswesenνομανακοπή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
- ανακοπή καρδιάςHerzversagenουδέτερο | Neutrum, sächlich n