„ανακεφαλαιώνω“: μεταβατικό ρήμα ανακεφαλαιώνω [anakjefaleˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zusammenfassen zusammenfassen ανακεφαλαιώνω ανακεφαλαιώνω