„ανακατανομή“: θηλυκό ανακατανομή [anakatanoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umverteilung Umverteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανακατανομή ανακατανομή