ανακήρυξη
[anaˈkjiriksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Proklamationθηλυκό | Femininum, weiblich fανακήρυξη επίσημη αναγγελίαAufrufαρσενικό | Maskulinum, männlich mανακήρυξη επίσημη αναγγελίαανακήρυξη επίσημη αναγγελία
- Ernennungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακήρυξη αναγόρευσηανακήρυξη αναγόρευση
examples
- ανακήρυξη σε άγιοHeiligsprechungθηλυκό | Femininum, weiblich f