ανακάλυψη
[anaˈkalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entdeckungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακάλυψη νέων χωρώνανακάλυψη νέων χωρών
- Fundαρσενικό | Maskulinum, männlich mανακάλυψη εύρημαανακάλυψη εύρημα