„αναισθητοποίηση“: θηλυκό αναισθητοποίηση [anesθitoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Betäubung, Narkose Betäubungθηλυκό | Femininum, weiblich f αναισθητοποίηση Narkoseθηλυκό | Femininum, weiblich f αναισθητοποίηση αναισθητοποίηση