αναδιοργάνωση
[anaðiorˈɣanosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Reorganisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναδιοργάνωσηNeugliederungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναδιοργάνωσηαναδιοργάνωση