αναδίπλωση
[anaˈðiˈplosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αναδίπλωση κειμένου ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υZeilenumbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m