αναγνώστης
[anaˈɣnostis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Leserαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναγνώστηςαναγνώστης
examples
- αναγνώστης εφημερίδαςZeitungsleserαρσενικό | Maskulinum, männlich m