αναγκαιότητα
[anaŋgjeˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Notwendigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαναγκαιότητααναγκαιότητα
examples
- αναγκαιότητα δράσηςHandlungsbedarfαρσενικό | Maskulinum, männlich m