„ανήκω“: αμετάβατο ρήμα ανήκω [aˈniko]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gehören (an)gehören (σεδοτική | Dativ dat) ανήκω ανήκω examples σε ποιον ανήκει; wem gehört das? σε ποιον ανήκει;