„ανέλπιστος“ ανέλπιστος [aˈnelpistos], ανέλπιστη, ανέλπιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unerwartet unerwartet ανέλπιστος ανέλπιστος