„ανέκδοτο“: ουδέτερο ανέκδοτο [aˈnekðoto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anekdote, Witz Anekdoteθηλυκό | Femininum, weiblich f ανέκδοτο ανέκδοτο Witzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανέκδοτο αστείο ανέκδοτο αστείο