„αμφισημία“: θηλυκό αμφισημία [amfisiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Doppeldeutigkeit Doppeldeutigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αμφισημία αμφισημία