αμφιλεγόμενος
[amfileˈɣomenos], αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kontrovers, brisantαμφιλεγόμενοςαμφιλεγόμενος
Thank you for your feedback!