„αμφίβιο“: ουδέτερο αμφίβιο [amˈfivio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Amphibie Amphibieθηλυκό | Femininum, weiblich f αμφίβιο αμφίβιο