„αμοιβάδα“: θηλυκό αμοιβάδα [amiˈvaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Amöbe Amöbeθηλυκό | Femininum, weiblich f αμοιβάδα αμοιβάδα