„αμαρταίνω“: αμετάβατο ρήμα αμαρταίνω [amarˈteno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sündigen sündigen αμαρταίνω αμαρταίνω