„αμαξάκι“: ουδέτερο αμαξάκι [amaˈksakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kinderwagen Kinderwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμαξάκι αμαξάκι