αμέτοχος
[aˈmetoxos], αμέτοχη, αμέτοχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbeteiligt (σε an+δοτική | +Dativ +dat)αμέτοχοςαμέτοχος
- teilnahmslosαμέτοχος απαθήςαμέτοχος απαθής