„αμέθοδος“ αμέθοδος [aˈmeθoðos], αμέθοδη, αμέθοδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) planlos, unmethodisch planlos, unmethodisch αμέθοδος αμέθοδος