„αλτρουισμός“: αρσενικό αλτρουισμός [altruizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstlosigkeit Selbstlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αλτρουισμός αλτρουισμός