„αλσύλλιο“: ουδέτερο αλσύλλιο [alˈsilio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dickicht Dickichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n αλσύλλιο αλσύλλιο