„αλλεργιογόνο“: ουδέτερο αλλεργιογόνο [alerjioˈɣono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Allergen Allergenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αλλεργιογόνο αλλεργιογόνο