αλλεργικός
[alerjiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αλλεργική, αλλεργικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- allergisch (σε gegen)αλλεργικόςαλλεργικός
αλλεργικός
[alerjiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Allergikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαλλεργικόςαλλεργικός