αλλαντικά
[alandiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wurstwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplαλλαντικάαλλαντικά
Thank you for your feedback!