„αλαφροπόδαρος“ αλαφροπόδαρος [alafroˈpoðaros], αλαφροπόδαρη, αλαφροπόδαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leichtfüßig leichtfüßig αλαφροπόδαρος αλαφροπόδαρος