ακυρώνομαι
[akjiˈronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ακυρώνομαι ραντεβού
- gestrichen werdenακυρώνομαι πτήσηακυρώνομαι πτήση
Thank you for your feedback!