„ακυρότητα“: θηλυκό ακυρότητα [akjiˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ungültigkeit Ungültigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ακυρότητα ακυρότητα