ακρωτηριασμός
[akrotiriazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verstümmelungθηλυκό | Femininum, weiblich fακρωτηριασμόςακρωτηριασμός
- Amputationθηλυκό | Femininum, weiblich fακρωτηριασμός ιατρική | Medizinιατρακρωτηριασμός ιατρική | Medizinιατρ
examples
- ακρωτηριασμός ποδιούBeinamputationθηλυκό | Femininum, weiblich f