ακρίβεια
[aˈkrivia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Genauigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fακρίβεια ρολογιού, μετάφρασηςακρίβεια ρολογιού, μετάφρασης
- Pünktlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fακρίβεια στην ώραακρίβεια στην ώρα
- Sorgfaltθηλυκό | Femininum, weiblich fακρίβεια επιμέλειαακρίβεια επιμέλεια
- ακρίβεια