„ακράτητος“ ακράτητος [aˈkratitos], ακράτητη, ακράτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungestüm, unbändig ungestüm, unbändig ακράτητος ακράτητος