„ακλείδωτος“ ακλείδωτος [aˈkliðotos], ακλείδωτη, ακλείδωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unabgeschlossen unabgeschlossen ακλείδωτος ακλείδωτος