„ακινητοποίηση“: θηλυκό ακινητοποίηση [akjinitoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ruhigstellung Ruhigstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f ακινητοποίηση ακινητοποίηση