„ακατοχύρωτος“ ακατοχύρωτος [akatoˈçirotos], ακατοχύρωτη, ακατοχύρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungesichert ungesichert ακατοχύρωτος ακατοχύρωτος