ακατανόητος
[akataˈnoitos], ακατανόητη, ακατανόητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unverständlichακατανόητος ακατάληπτοςακατανόητος ακατάληπτος
- unbegreiflichακατανόητος ανεξήγητοςακατανόητος ανεξήγητος