ακαταλόγιστος
[akataˈlojistos], ακαταλόγιστη, ακαταλόγιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unzurechnungsfähigακαταλόγιστοςακαταλόγιστος
Thank you for your feedback!