ακατάστρωτος
[akaˈtastrotos], ακατάστρωτη, ακατάστρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unausgegorenακατάστρωτος σχέδιοακατάστρωτος σχέδιο
Thank you for your feedback!