„ακατάπειστος“ ακατάπειστος [akaˈtapistos], ακατάπειστη, ακατάπειστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) uneinsichtig uneinsichtig ακατάπειστος ακατάπειστος