„ακαλαίσθητος“ ακαλαίσθητος [akaˈlesθitos], ακαλαίσθητη, ακαλαίσθητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geschmacklos geschmacklos ακαλαίσθητος ακαλαίσθητος