„αιφνιδιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αιφνιδιάζομαι [efniðiˈazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hochfahren (erschreckt) hochfahren αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάζομαι