„αιτία“: θηλυκό αιτία [eˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ursache, Grund, Auslöser Ursacheθηλυκό | Femininum, weiblich f αιτία αίτιο αιτία αίτιο Grundαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιτία λόγος αιτία λόγος Auslöserαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιτία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αιτία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ examples εξ αιτίας wegen, aufgrund (+γενική | +Genitiv+gen /+γενική | +Genitiv +gen von) εξ αιτίας εξ αιτίας σας Ihretwegen, wegen Ihnen εξ αιτίας σας εξ αιτίας της ihretwegen, wegen ihr εξ αιτίας της αιτία ατυχήματος Unfallursacheθηλυκό | Femininum, weiblich f αιτία ατυχήματος αιτία διαζυγίου Scheidungsgrundαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιτία διαζυγίου αιτία θανάτου Todesartθηλυκό | Femininum, weiblich f αιτία θανάτου αιτία πολέμου Kriegsgrundαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιτία πολέμου αιτία φωτιάς Brandursacheθηλυκό | Femininum, weiblich f αιτία φωτιάς hide examplesshow examples