„αιρετικός“: επίθετο, ως επίθετο αιρετικός [eretiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αιρετική, αιρετικό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ketzerisch ketzerisch αιρετικός αιρετικός examples αιρετική άποψηθηλυκό | Femininum, weiblich f Irrglaubenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιρετική άποψηθηλυκό | Femininum, weiblich f „αιρετικός“: αρσενικό και θηλυκό αιρετικός [eretiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ketzer Ketzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αιρετικός αιρετικός