αιμορραγώ
[emoraˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- blutenαιμορραγώ από φλέβα, εσωτερικά, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαιμορραγώ από φλέβα, εσωτερικά, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ