„αιματοχυσία“: θηλυκό αιματοχυσία [ematoçiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blutvergießen Blutvergießenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αιματοχυσία αιματοχυσία