αιματοκύλισμα
[ematoˈkjilizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blutvergießenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαιματοκύλισμαBlutbadουδέτερο | Neutrum, sächlich nαιματοκύλισμααιματοκύλισμα