„αθόρυβος“ αθόρυβος [aˈθorivos], αθόρυβη, αθόρυβοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geräuschlos geräuschlos αθόρυβος αθόρυβος