αηδία
[aiˈðia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αηδία
- Fraßαρσενικό | Maskulinum, männlich mαηδία φαγητό μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωταηδία φαγητό μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ