αεροσκάφος
[aeroˈskafos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   Flugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nαεροσκάφοςαεροσκάφος
examples
 -    αεροσκάφος αναγνωρίσεωςAufklärungsflugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nαεροσκάφος αναγνωρίσεως
-    αεροσκάφος μεγάλης χωρητικότηταςGroß(raum)flugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nαεροσκάφος μεγάλης χωρητικότητας
-    αεροσκάφος μεγάλων αποστάσεωνLangstreckenflugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nαεροσκάφος μεγάλων αποστάσεων
- hide examplesshow examples
